- κοτυλίσκος
- κοτυλίσκος, ὁ (Α)1. μικρό ποτήρι2. είδος πίτας3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα στο οποίο έριχναν το αίμα τών ζώων που θυσίαζαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, ορμ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτυλίσκος — little cup masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκοι — κοτυλίσκος little cup masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκον — κοτυλίσκος little cup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκους — κοτυλίσκος little cup masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκη — κοτυλίσκη, ἡ (Α) ο κοτυλίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] … Dictionary of Greek
κοτυλίσκιον — κοτυλίσκιον, τὸ (Α) [κοτύλη] ο κοτυλίσκος* … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek